Ὀλβίας

Ὀλβίας
Ὀλβίᾱς , Ὀλβία
the Alps
fem acc pl
Ὀλβίᾱς , Ὀλβία
the Alps
fem gen sg (attic doric aeolic)
Ὀλβίᾱς , Ὀλβίη
fem acc pl
Ὀλβίᾱς , Ὀλβίη
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὀλβίας — ὀλβίᾱς , ὄλβιος happy fem acc pl ὀλβίᾱς , ὄλβιος happy fem gen sg (attic doric aeolic) ὀλβίᾱς , ὀλβία bliss fem acc pl ὀλβίᾱς , ὀλβία bliss fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ολβιανοί — Ὀλβιανοί και Ὀλβαῑοι και Ὀλβηνοί και Ὀλβιακοί καὶ Ὀλβιοπολῑται, οἱ (Α) [Ολβία] οι κάτοικοι τής πόλεως Ολβίας …   Dictionary of Greek

  • Ολβιοπολίται — Ὀλβιοπολῑται, οἱ (Α) οι κάτοικοι τής Ολβίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ὀλβία + πολῖται] …   Dictionary of Greek

  • αστακός — I Αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, αποικία των Μεγαρέων. Βρισκόταν κοντά στον Βόσπορο, σε παράλια τοποθεσία. Eίχε ονομαστεί έτσι από κάποιον Σπαρτιάτη Αστακό, κατά τον Μέμνονα, ή σύμφωνα με μια μυθολογική εκδοχή, από τον ομώνυμο γιο του Ποσειδώνα… …   Dictionary of Greek

  • ολβιοπολιτικός — ὀλβιοπολιτικός, ή, όν (Α) [Ολβιοπολίται] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Ολβιοπολίτας, δηλ. τους κατοίκους τής πόλεως Ολβίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”